- αὐλητρίς
- αὐλ-ητρίς, ίδος, ἡ,A flute-girl, Simon.178, Ar.Ach.551, X.HG2.2.23, Pl.Prt.347d, BCH6.24 (Delos, ii B. C.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὑλητρίς — αὐλητρίς , αὐλητρίς flute girl fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίς — flute girl fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλητρίς — η βλ. αυλητής … Dictionary of Greek
αὐλητρίδα — αὐλητρίς flute girl fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδας — αὐλητρίς flute girl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδες — αὐλητρίς flute girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδι — αὐλητρίς flute girl fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδος — αὐλητρίς flute girl fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδων — αὐλητρίς flute girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίσι — αὐλητρίς flute girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίσιν — αὐλητρίς flute girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)